- πετροβολώ
- πετροβολάω / πετροβολώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), πετροβόλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πετροβολώ — άω και έω / πετροβολῶ, έω, ΝΜΑ [πετροβόλος] σημαδεύω κάποιον με πέτρες, λιθοβολώ («με το ποτάμι μάλωνε και τό πετροβολούσε», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ρίχνω σε κάποιον κάθε είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω») 2.… … Dictionary of Greek
πετροβολώ — πετροβόλησα, πετροβολήθηκα, πετροβολημένος 1. ρίχνω πέτρες, χτυπώ με πέτρες: Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε (δημ. τραγ.). 2. ρίχνω ενάντια σε κάποιον οποιαδήποτε αντικείμενα: Να με πετροβολήσουνε μ αβγά καθαρισμένα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετροβόλῳ — πετρόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg πετροβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] … Dictionary of Greek
λιθοβολώ — (AM λιθοβολῶ, έω) [λιθοβόλος] ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ (α. «ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῡσα τοὺς ἀπεσταλμένους», ΚΔ β. «Τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις», ΠΔ.) … Dictionary of Greek
πετροβολισμός — ο, ΝΜ το πετροβόλημα μσν. πολεμικό μηχάνημα για εξακόντιση πετρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετροβολώ, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λιθο βολ ισμός) … Dictionary of Greek
πετροβόλημα — το, Ν [πετροβολώ] το να πετάει κανείς πέτρες, η ρίψη λίθων, λιθοβολισμός … Dictionary of Greek
πετροβόλητος — ον, Μ [πετροβολώ] αυτός τον οποίο πετροβολούν … Dictionary of Greek
πετροβολάω — / πετροβολώ (παρατατ. συνήθως ούσα), πετροβόλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: πετροβολάω, πετροβολιέμαι : η κλίση κατά το θεωρώ, θεωρούμαι (βλ. πίν. 73 , 74 ) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιθοβολώ — λιθοβόλησα, λιθοβολήθηκα, λιθοβολημένος, ρίχνω πέτρες εναντίον κάποιου, πετροβολώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)